παιδιαρίζω

παιδιαρίζω
συμπεριφέρομαι σαν παιδί, παιδιακίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παιδί κατά τα ρ. σε -(αρ)ίζω (πρβλ. σαλιαρίζω, σαχλαμαρίζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παιδιαρίζω — παιδιαρίζω, παιδιάρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παιδιαρίζω — φέρνομαι σαν παιδί: Έγινες ολόκληρος άντρας κι ακόμα παιδιαρίζεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μειρακιεύομαι — και μειρακεύομαι (Α) [μειράκιον] 1. συμπεριφέρομαι σαν παιδί, είμαι ντροπαλός ή ναζιάρης, παιδιαρίζω («οὐ μὴν ἀλλὰ κἀκείνην ἐπειρᾱτο προοπαίζων καὶ μειρακιευόμενος ἱλαρωτέραν ποιεῑν ὁ Ἀντώνιος», Πλούτ.) 2. γίνομαι έφηβος, μεταβαίνω στην εφηβική… …   Dictionary of Greek

  • νηπιάζω — (ΑΜ νηπιάζω) [νήπιος] 1. σκέπτομαι ή ενεργώ σαν να είμαι νήπιο, δηλ. με παιδιάστικο ή ανόητο τρόπο, παιδιαρίζω, ανοηταίνω, μωραίνομαι 2. έχω την απλότητα, την αθωότητα νηπίου, μικρού παιδιού αρχ. 1. (για τον Χριστό) εμφανίζομαι ως νήπιο («θεὸς… …   Dictionary of Greek

  • νηπιαχεύω — (Α) (το ενεργ. και το μέσ.) ενεργώ ή συμπεριφέρομαι σαν να είμαι νήπιο, παιδιαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < νηπίαχος «νήπιο» αντί νηπιαχώ (πρβλ. ποντοπορώ: ποντο πορεύω)] …   Dictionary of Greek

  • παιδιάρισμα — το [παιδιαρίζω] συμπεριφορά παιδιού, πράξη ή λόγος παιδαριώδης, παιδαριωδία …   Dictionary of Greek

  • παιδιακίζω — [παιδιακός] παιδιαρίζω …   Dictionary of Greek

  • παιδιαρίστικος — η, ο 1. παιδαριώδης, παιδιακήσιος 2. παιδικός. επίρρ... παιδιαρίστικα με τρόπο που αρμόζει σε παιδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιδιαρίζω + κατάλ. ίστικος (πρβλ. δασκαλ ίστικος)] …   Dictionary of Greek

  • παιχνιδίζω — και παιγνιδίζω [παιχνίδι / παιγνίδι] 1. κινούμαι ελαφρά πέρα δώθε («ηλιαχτίδες παιχνιδίζανε στα μαλλιά της») 2. μτφ. φέρομαι σαν παιδί, παιδιαρίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”